λογογραφῶ

λογογραφῶ
λογογραφέω
to be a
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
λογογραφέω
to be a
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λογογραφώ — (Α λογογραφῶ, έω) [λογογράφος] νεοελλ. είμαι λογοτέχνης, συγγραφέας αρχ. 1. συντάσσω δικανικούς λόγους επ αμοιβή, είμαι επαγγελματίας λογογράφος («Δημοσθένης μέν ἐπιψόγως λέγεται λογογραφῶν κρύφα τοῑς... ἀντιδίκοις», Πλούτ.) 2. εξιστορώ σε… …   Dictionary of Greek

  • λογογράφῳ — λογόγραφος prose writer masc dat sg λογογράφος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • въписати — ВЪПИ|САТИ 1 (47), ШОУ, ШЕТЬ гл. 1. Вписать, приписать что л., кого л. куда л.: въ книгы мѩ животны˫а въпиши СбЯр XIII, 104; и нача възвѣщати кнѩзю Ст҃ополку. дабы вписалъ Θеѡдось˫а в сѣнаникъ. и радъ бывъ ѡбѣщасѩ и створи. повелѣ митрополиту… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αλογογράφητος — ἀλογογράφητος, ον (Μ) [λογογραφῶ] αυτός που δεν εξιστορήθηκε ή δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια, ανεκδιήγητος, απερίγραπτος …   Dictionary of Greek

  • λογογράφημα — το (Α λογογράφημα) [λογογραφώ] νεοελλ. γραπτό κείμενο ή σύγγραμμα επιμελημένο ως προς το ύφος και τη μορφή, λογοτέχνημα αρχ. σύγγραμμα σε πεζό λόγο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”